λειψός

λειψός
-ή, -ό (Μ λειψός, -ή, -όν)
1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη, ελλιπής, λιγοστός, μη πλήρης
2. (για πρόσ.) ατελής στο σώμα ή στο πνεύμα, σωματικά ή διανοητικά ανάπηρος
νεοελλ.
1. (για βρέφος) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. ατελής («μού 'κανες λειψή δουλειά»)
3. (για άρτο) λειψανάβατος
4. φρ. «λειψό φεγγάρι» — η σελήνη όταν δεν βρίσκεται σε πανσέληνο, αλλά στο πρώτο ή στο τελευταίο τέταρτο, στην πρώτη ή στην τελευταία φάση της
μσν.
1. (για πρόσ.) αυτός που λείπει
2. στερημένος, ανικανοποίητος.
επίρρ...
λειψά
χωρίς πληρότητα, ελλιπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λειψός δημιουργήθηκε υποχωρητ. κατ' απόσπαση από τα σύνθ. τού τύπου λειψίφωτος, λειψόθριξ (πρβλ. ἁψύς < ἁψίθυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λειψός — ή, ό 1. ελλιπής: Λειψό καρβέλι. 2. ανάπηρος: Πώς να βοηθήσει λειψός άνθρωπος! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειψάρης — και λειψιάρης, α, ικο [λειψός] 1. αυτός που έχει ελλείψεις, λειψός, ελλιπής 2. (για άρτο) λιποβαρής …   Dictionary of Greek

  • λειψανάβατος — και λειπανάβατος, η, ο 1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός 2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω),… …   Dictionary of Greek

  • ξίκικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν έχει το κανονικό βάρος, λειψός: Το τυρί ήταν ξίκικο. 2. μτφ., ο ανόητος, λειψός: Και τα δύο παιδιά τους είναι ξίκικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσωστος — η, ο ο μη κανονικός στο σώμα, λειψός, μισερός …   Dictionary of Greek

  • ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις …   Dictionary of Greek

  • γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ …   Dictionary of Greek

  • κακοζυγιασμένος — και κακοζυγισμένος, η, ο 1. αυτός που ζυγίστηκε λάθος, ο λειψός στο βάρος 2. αυτός που δεν έχει καλή ζύγιση, αυτός που γέρνει προς τη μία πλευρά, που πάει «μονόπαντα» («κακοζυγιασμένη βάρκα») …   Dictionary of Greek

  • λειπτός — λειπτός, ή, όν (Μ) [λείπω] ελλιπής, λειψός …   Dictionary of Greek

  • λειψάδιν — λειψάδιν, τὸ (Μ) κενός χώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειψάδιον < λειψός + υποκορ. κατάλ. άδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”